Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ

Tο λιμάνι της Μεσογαίας ήταν πάντα η πύλη της Αττικής προς το Βορειοανατολικό Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο και η σχέση του αυτή μαρτυρείται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και την Μυθολογία.
Ο Πόντος απετέλεσε την σημαντική πηγή τροφοδοσίας των Αθηνών με σιτάρι και γι’ αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αθηναίους, οι οποίοι με τις στρατιωτικές τους δυνάμεις φρόντιζαν συνεχώς να έχουν υπό τον έλεγχο τους την θαλάσσια οδό του βορειοανατολικού Αιγαίου, των στενών του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου. 
Την σημασία του για το αθηναϊκό κράτος απηχεί και η αθηναϊκή εκδοχή του μύθου των προσφορών (φρεσκοθερισμένα στάχια σιταριού) των Υπερβορείων, κατοίκων της περιοχής όπου βρίσκεται σήμερα η Αγία Πετρούπολη.
Οι προσφορές έφταναν μέχρι τις ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου, από εκεί τις παρελάμβαναν οι Έλληνες που τις μετέφεραν στο ιερό του Δηλίου Απόλλωνα στις Πρασιές και από εκεί οι Αθηναίοι με ειδική τιμητική συνοδεία τις μετέφεραν στη Δήλο.

Στην περιοχή του κόλπου των Πρασιών αναπτύχθηκε στην Πρωτοελλαδική εποχή (3η χιλιετία) μικρός οικισμός στην Πούντα και μεγάλος μυκηναϊκός οικισμός, του οποίου έχει ερευνηθεί το νεκροταφείο, στο ρέμα της Περάτης.
Από τα ευρήματα του νεκροταφείου τεκμηριώνεται η ακμή της περιοχής και η σχέση της με την ανατολική Μεσόγειο.
Στους ιστορικούς χρόνους αναπτύχθηκε στο νότιο τμήμα του ο αρχαίος δήμος των Πρασιών και στο Βόρειο ο δήμος της Στειριάς, όπου πρέπει να ήταν το εμπορικό λιμάνι από το οποίο ξεκινούσε η Στειριακή οδός, η οποία περνώντας μέσα από τους δήμους της Μεσογαίας, οδηγούσε στο Άστυ (την Αθήνα).

Το πλέον διακεκριμένο μνημείο της περιοχής είναι το ιερό του Δηλίου Απόλλωνα στις Πρασιές, όπου γίνεται αρχαιολογική έρευνα. Η λατρεία αρχίζει στους μυκηναϊκούς χρόνους και διαρκεί μέχρι τους πρωτοχριστιανικούς, περίπου 1500 χρόνια. Το σημαντικότερο εύρημα είναι το κεφάλι μαρμάρινου αγάλματος του Απόλλωνα των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ.

Στους δύσκολους χρόνους του τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου ένας διακεκριμένος Στειριεύς έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα. Ο στρατηγός Θρασύβουλος, σταθερός υποστηρικτής του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, εργάστηκε για την διατήρηση της αθηναϊκής ηγεμονίας στο ΒΑ Αιγαίο, συνέβαλε στην κατάλυση της ολιγαρχικού πολιτεύματος και πρωτοστάτησε στην εκδίωξη ίων τριάκοντα τυράννων (403 π.Χ.). Συνέχισε την δράση του ως στρατηγός εναντίον των Σπαρτιατών στις γειτονικές περιοχές της Αττικής και στο Ανατολικό Αιγαίο, όπου και δολοφονήθηκε το 388 πΧ Γνωστές προσωπικότητες ήσαν επίσης ο Αγνών ο Στειριεύς, οικιστής της αθηναϊκής αποικίας της Αμφίπολης, και ο υιός του Θηραμένης, ο οποίος επίσης για πολλά χρόνια ήταν στρατηγός μαζί με τον Θρασύβουλο.

Κατά την ταραγμένη εποχή που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αττική συγκρούσθηκαν οι Μακεδόνες με τους Αθηναίους, οι οποίοι είχαν ζητήσει την βοήθεια του Πτολεμαίου Β’ του Φιλόδελφου, βασιλέως του ελληνικού κράτους της Αιγύπτου . Ο ναύαρχος του Πτολεμαίου Πάτροκλος έχοντας ως ναυτική βάση την Κέα οχύρωσε την Κορώνη (όπως και το Γαϊδουρονήσι στο Σούνιο). Στις ανασκαφές του οχυρού βρέθηκαν πολλά νομίσματα των Πτολεμαίων.
Το τελευταίο μνημείο της αρχαιότητας στην περιοχή του κόλπου είναι το κολοσσιαίο μαρμάρινο άγαλμα καθιστής ντυμένης μορφής (ύψος με το βάθρο του περίπου 4,50 μ.), που έχει στηθεί στο νησί Ράφτης στην είσοδο του κόλπου. Κατ’άλλους είναι άγαλμα του Απόλλωνα των Πρασιών και κατ’ άλλους γυναικείας μορφής (ίσως αυτοκράτειρας). Κατά μερικούς έχει μεταφερθεί εδώ από αλλού κατά τον Μεσαίωνα και τοποθετήθηκε ως σήμα της εισόδου στο λιμάνι.
Κατά τον λαό εικονίζει ράφτη και έδωσε το όνομα στον κόλπο, που αποκαλείται Πόρτο Ράφτης.

O ρόλος του Πόρτο Ράφτη ως εναλλακτικού λιμανιού για την Αθήνα, όταν ο Πειραιάς ήταν αποκλεισμένος από τα εχθρικά πλοία, αντανακλάται στα κείμενα των περιηγητών, από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι τους νεότερους χρόνους. Παράλληλα, το μυστηριώδες άγαλμα στο νησί Ράφτης κέντριζε την περιέργεια τους, που το 19ο αιώνα εξελίχθηκε σε επιστημονικό ενδιαφέρον.

Ο Niccolo da Martoni, που αποβιβάστηκε στο Πόρτο Ράφτη για να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι την Αθήνα, στα 1395, ήταν ο πρώτος που αναφέρει τα δύο αγάλματα, στο Ράφτη και τη Ραφτοπούλα. Ο da Martoni καταγράφει το θρύλο κατά τον οποίο τα δύο αγάλματα ήταν αντίστοιχα άνδρας και γυναίκα και μαρμάρωσαν ύστερα από παράκληση της γυναίκας στο θεό να τη διαφυλάξει από το διώκτη της.
Προς τα τέλη του 16ου αιώνα, ο επίσης Ιταλός συγγραφέας του θαλασσίου Δρομολογίου (Itinerarum Maritimum) θεωρεί το Πόρτο Ράφτη πολύ ασφαλές αγκυροβόλιο, που χρειάζεται όμως καλό πιλότο εξαιτίας των υφάλων. Για το άγαλμα του «ράφτη» γράφει πως κρατά στα χέρια του ψαλίδι. Ο Γάλλος Andre Georges Guillet (1669), που αντλεί από ταξιδιωτικές περιγραφές άλλων, αναφέρει ότι ο βυθός είναι λασπώδης με φύκια, τα καράβια ρίχνουν άγκυρα σε βάθος 11-13 μ. και το καλύτερο αγκυροβόλιο βρίσκεται κοντά σε μία πολύ χαμηλή νησίδα, μέσα στο λιμάνι.

Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις (1794-1796), ο Άγγλος J. Moritt μας πληροφορεί για την εξαφάνιση της «ραφτοπούλας», την οποία αποδίδει εμμέσως στο Γάλλο υπο-πρόξενο στην Αθήνα και αρχαιοκάπηλο L. Fauvel. To αρχαίο όνομα του οικισμού στο νότιο τμήμα του κόλπου, Πρασιαί, που διατηρήθηκε μεταλλαγμένο σε Πρασάς ή, στα αρβανίτικα, Μπρασά, αναφέρεται από αρκετούς περιηγητές, όπως οι J. Stuart στα 1787, W. Μ. Leake στα 1802, Ε. Dodwell στα 1805 και C. Wordsworth στα 1837. Μερικοί, όπως ο J. C. Hobhouse, πιστεύουν ότι το νησί Ράφτης χρησίμευε παλαιότερα ως φάρος. Ο Γερμανός αρχαιολόγος L. Ross (1834) ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε σωστά ότι το άγαλμα παρίστανε όχι άνδρα, αλλά γυναίκα, είτε θεότητα, είτε αυτοκράτειρα, είτε τη Ρηγίλλα, σύζυγο του Ηρώδη Αττικού. Άλλοι λόγιοι όμως επέμεναν λανθασμένα να το συνδέουν με τον τάφο του Ερυσίχθονος που αναφέρει ο Παυσανίας.
Ο αρχαιολόγος Η. G. Lolling (1879) που, στο άρθρο του για τις Πρασιές, επισημαίνει λείψανα μώλου μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα στον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Σπυρίδωνα, εκθειάζει τη φυσική ομορφιά του κόλπου, γράφοντας πως είναι από τα ωραιότερα σημεία της αττικής γης.

Στη διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων (4ος-7ος αι. μ.Χ.) με τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο στο απόγειο της, αναπτύσσονται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου παράλιοι οικισμοί οι οποίοι ως επί το πλείστον διαδέχονται τους προϋπάρχοντες στις ίδιες θέσεις αρχαίους δήμους. Τμήματα ενός τέτοιου οικισμού έχουν έλθει στο φως στη βόρεια πλευρά του ευρύχωρου, φυσικού λιμανιού της Μεσογαίας, στη . θέση «Δρίβλια«, όπου τοποθετείται ο αρχαίος δήμος της Στειριάς. Τα ερείπια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, οργανωμένο νεκροταφείο, δημόσιο κτήριο, (φιλοσοφική σχολή;), λουτρικό συγκρότημα, λείψανα οικιών και σημαντικά κινητά ευρήματα, όπως γλυπτά, νομίσματα, κεραμικά, αντικείμενα μικροτεχνίας είναι ενδεικτικά της ακμής του πρωτοχριστιανικού αυτού οικισμού. Άλλη μια πρώιμη χριστιανική εκκλησία εντοπίσθηκε στο νότιο τμήμα του λιμανιού, στη θέση του ιερού του Απόλλωνα των Πρασιών.

Μετά τη σκοτεινή περίοδο δύο αιώνων (7ος-9ος αι. μ.Χ.) ακολουθεί νέα ακμή και αναγέννηση του βυζαντινού κράτους.
Στη διάρκεια του 10ου και 11ου αι. μ.Χ. το λιμάνι της Μεσογαίας είναι φυσικό να εξυπηρετεί τη ναυσιπλοΐα και τη διακίνηση αγαθών μέσω του ίδιου οδικού άξονα που συνέδεε από την αρχαιότητα την Αθήνα με το δήμο της Στειριάς.

Από το 12ο αι. με τη σταδιακή κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και τις συχνές πειρατικές επιδρομές στη Μεσόγειο, πλήττονται ιδιαίτερα οι παράλιες περιοχές. Οι κάτοικοι καταφεύγουν στην ενδοχώρα. Ενδεικτικό των θηκών ανασφάλειας στην περιοχή του λιμανιού της Μεσογαίας, είναι η ανέγερση βυζαντινού ναού της Αγ. Κυριακής στην αθέατη από τη θάλασσα και καλά προστατευμένη θέση «Μοναστήρι» ανατολικά της «Δρίβλιας».

Από το 13ο αι. οι δυτικοί κυρίαρχοι της Αττικής στην προσπάθεια ελέγχου και προστασίας της περιοχής, κτίζουν σειρά πύργων (Βραώνα, Πόρτο Ράφτη, Δάγλα). Στα όψιμα χρόνια της τουρκοκρατίας ο όρμος του Πόρτο Ράφτη από τα μεγαλύτερα αγκυροβόλια των ανατολικών ακτών της Αττικής, γίνεται το επίνειο του ραγδαία αναπτυσσόμενου από το 18ο αι. Μαρκόπουλου. Οι τρεις γραφικές εκκλησίες του Αγ. Σπυρίδωνα, του Αγ. Νικολάου και της Αγ. Μαρίνας, που στεφανώνουν από βορρά προς νότο το τόξο του λιμανιού σηματοδοτούν την ευσέβεια των κατοίκων, αλλά και το αίσθημα ασφάλειας, που επανήλθε σιγά σιγά στην περιοχή.

Στην ανατολή του εικοστού αιώνα το Πόρτο Ράφτη ήταν ένας ήσυχος όρμος με ένα μικρό οικισμό ψαράδων αποτελούμενο από ελάχιστα σπίτια εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το λιμάνι, καθώς και μερικά μεμονωμένα σπιτάκια διάσπαρτα από τον Άγιο Σπυρίδωνα έως το Αυλάκι.

Οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής είχαν ως ασχολία το ψάρεμα ή την καλλιέργεια μποστανιών. Ένας μικρός αριθμός από αυτούς αποτελούσε, μαζί με όσους έρχονταν καθημερινό από το Μαρκόπουλο, την ομάδα των λιμενεργατών οι οποίοι εξυπηρετούσαν τα πλοία που έφταναν στο λιμάνι.

Για το πρώτο μισό -ίσως και περισσότερο- του αιώνα μας το λιμάνι είχε κατ’ εξοχήν εμπορική χρήση, αφού μέσω αυτού έρχονταν σε καθημερινή βάση τα φρέσκα λαχανικό από τα νησιά των Κυκλάδων προκειμένου να τροφοδοτηθεί η Αθήνα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το Πόρτο Ράφτη υπήρξε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το λιμάνι που χρησιμοποιούσε αποκλειστικά η Βιομηχανία Σιγαρέττων Καβάλας για τον εφοδιασμό του πληθυσμού της πρωτεύουσας με τσιγάρα.

Από τα αρχεία του Δήμου φαίνεται ότι τα δικαιώματα διακίνησης των προϊόντων αποτελούσαν μία από τις αξιολογότερες πηγές εσόδων του Μαρκοπούλου. Το λιμάνι χρησιμοποιούσε και ο συνεταιρισμός ΜΑΡΚΟ για τον εφοδιασμό των νησιών και της Βόρειας Ελλάδας με κρασί και μούστο, καθώς και για τις εξαγωγές των παραπάνω προϊόντων στη Μασσαλία.
Ο Λιμήν Μεσογαίας παραλίγο να αποτελέσει την αφετηρία του σιδηροδρόμου της Αττικής, προτιμήθηκε όμως ο Πειραιάς και έτσι η αρχική σκέψη έμεινε στα χαρτιά.

Οι μεγάλες περιπέτειες της χώρας άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο Πόρτο Ράφτη. Από εκεί έφυγαν αυτοί που πύκνωσαν τις τάξεις του ελεύθερου ελληνικού στρατού στη Μέση Ανατολή στα χρόνια της φασιστικής κατοχής και εκεί γύρισαν από το κολαστήριο της Γυάρου, με το οχηματαγωγό «Σκύρος», οι εξόριστοι αγωνιστές ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών, όταν έπεσε η εφτάχρονη δικτατορία.

ΚΕΙΜΕΝΑ:
Όλγα Κακαβογιάννη, Ελένη Γκίνη – Τσοφοπούλου,
Γιάννης Βιταλιώτης, Σταμάτης Μεθενίτης, Δημήτρης Μεθενίτης.
(Πηγή: www.markopoulo.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου